ροζ


ροζ
Προφορά

Ετυμολογία
ροζ └γαλλ┘ rose

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ροζ

✦ χρώμα απαλό κόκκινο, που προέρχεται από την ανάμειξη του κόκκινου με το λευκό
✦ └άκλιτο επίθετο┘ ρόδινος, τριανταφυλλής, που έχει χρώμα ροζ
(μτφ. ) αυτός που έχει σχέση με σεξουαλικό εμπόριο, με την πορνογραφία: ροζ τηλέφωνα ροζ μηνύματα
(μτφ. ) σεξουαλικός, πορνογραφικός: ροζ σκάνδαλα ροζ ιστορίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.