ροδέλα
Προφορά
Ετυμολογία
ροδέλα └ιταλ┘rondella
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ροδέλα
✦ μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας
✦ καθετί που μοιάζει με ροδέλες: κρεμμύδι κομμένο σε ροδέλες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–