ρογιάτικος


ρογιάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
ρογιάτικος ρογιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρογιάτικος -η, -ο

✦ που γίνεται με μισθό, με πληρωμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.