ρογιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ρογιάζω ρόγα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ρογιάζω
✦ μισθώνω, παίρνω στη δούλεψή μου με μισθό: οι πιστικοί ρογιάζουνται στους μεγαλοτσοπάνους (Π. Πρεβελάκης) και το στρατό που ρόγιασε μ’ όλους τους θησαυρούς της (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–