ροβολώ
Προφορά
Ετυμολογία
ροβολώ κατά Χατζιδάκι, μεσαιωνική ελληνική ροβολεύω rebeller (= επαναστατώ)• κατά G. Meyer, └βενετ┘ rugolar
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ροβολώ -άς, -ά
✦ κατεβαίνω γοργά από ύψωμα: ροβολούσε από τα βουνά στις πολιτείες (Κ. Βάρναλης)
✦ (για πράγμ.) κυλώ ορμητικά, κατρακυλώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–