ριχτός


ριχτός
Προφορά

Ετυμολογία
ριχτός ρίχνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ριχτός -ή, -ό

✦ γερτός, επικλινής: ριχτή στέγη
✦ (για ρούχα) που πέφτει άνετα στο σώμα, όχι σφιχτός: ριχτή ζακέτα – ριχτό φουστάνι

Συνώνυμα

Αντίθετα
επίπεδος ,εφαρμοστός, μεσάτος
Επιρρήματα
ριχτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.