ριφιφί
Προφορά
Ετυμολογία
ριφιφί └γαλλ┘ rififi (=συμπλοκή)• η σημ. στα └ελλ┘ από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ντασέν, 1954
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ριφιφί
✦ η λ. για να χαρακτηρίσει έναν τρόπο παραβίασης κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή, κατά τον οποίο οι δράστες ανοίγουν τρύπα στον τοίχο ή την οροφή του οικοδομήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–