ριπλέι


ριπλέι
Προφορά

Ετυμολογία
ριπλέι └αγγλ┘replay

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ριπλέι

✦ η ενέργεια της επαναπροβολής τμήματος μιας ταινίας ή τμήματος βιντεοσκοπημένων γεγονότων (αθλητικού αγώνα κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.