ριπή
Προφορά
Ετυμολογία
ριπή αρχαία ελληνική ῥιπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ριπή
✦ ρίξιμο, βολή
✦ (στρατ.) δέσμη βολών από ομάδα όπλων
✦ γοργή και στιγμιαία κίνηση του ανέμου: ο άνεμος φυσώντας μ’ απότομες κι άταχτες ριπές ξεσήκωσε από το δρόμο σκόνες και χαλίκια (Άγγ. Τερζάκης)
✦ φρ. εν ριπή οφθαλμού, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στη στιγμή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–