ριξιά


ριξιά
Προφορά

Ετυμολογία
ριξιά ρίχνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ριξιά

✦ η ενέργεια του ρίχνω, ρίξιμο
✦ ό,τι ρίχνει κανείς με μια φορά
✦ η ποσότητα μιας γόμωσης πυροβόλου όπλου
✦ (κατ’ επέκτ.) βολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.