ρηξικέλευθος


ρηξικέλευθος
Προφορά

Ετυμολογία
ρηξικέλευθος μεταγενέστερη ελληνική ῥηξικέλευθος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρηξικέλευθος -η, -ο

✦ που ανοίγει νέους δρόμους, νεοτεριστής, καινοτόμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.