ρημάζω


ρημάζω
Προφορά

Ετυμολογία
ρημάζω μεσαιωνική ελληνική ρημάζω

Ερμηνεία
ρήμα ρημάζω

✦ αφανίζω, καταστρέφω: έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ (Κ. Καβάφης) – οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο
✦ | ταλαιπωρώ, εξαντλώ κάποιον: έχουν αρνηθεί, έχουν εξευτελίσει, έχουν ρημάξει τον άνθρωπο (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.