ρημάδι
Προφορά
Ετυμολογία
ρημάδι μεσαιωνική ελληνική (ἐ)ρημάδιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρημάδι
✦ ερείπιο: κι απάνου σε γκρεμίσματα, κι απάνου από ρημάδια που μια φορά ήτανε ναοί, καστέλια και παλάτια (Κ. Παλαμάς)
✦ καθετί το φθαρμένο ή εγκαταλειμμένο
✦ καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό: τι το θέλεις το ρημάδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–