ρεμπεσκές


ρεμπεσκές
Προφορά

Ετυμολογία
ρεμπεσκές κατά Ανδριώτη, άγνωστης ετυμολ., κατά Αθ. Φλώρο, ίσως από το └αλβαν┘ rrebesh (=ατύχημα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεμπεσκές

✦ άνθρωπος ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.