ρεμπέτικος


ρεμπέτικος
Προφορά

Ετυμολογία
ρεμπέτικος ρεμπέτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρεμπέτικος -η, -ο

✦ που αναφέρεται, ανήκει ή αρμόζει στους ρεμπέτες
✦ ουδ. εν. το ρεμπέτικο και πληθ. τα ρεμπέτικα ως ουσ., λαϊκό τραγούδι που γεννιέται στα τέλη του 19ου αι. και φθίνει στη δεκαετία του 1950, αντλεί τα θέματά του από τις εμπειρίες και τα ακούσματα του περιθωρίου των κατώτερων τάξεων, και τα μουσικά όργανα που το συνοδεύουν είναι μπουζούκι, μπαγλαμάς και κιθάρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.