ρεμούλα


ρεμούλα
Προφορά

Ετυμολογία
ρεμούλα └ιταλ┘rimula (=ρήγμα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρεμούλα

✦ διαρπαγή, λεηλασία, κλεψιά

Συνώνυμα
πλιάτσικο, διαγούμισμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.