ρεματιά
Προφορά
Ετυμολογία
ρεματιά ρέμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρεματιά
✦ χαράδρα, κοίτη χειμάρρου: στης ρεματιάς τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω (Κ. Κρυστάλλης) μια ρεματιά βαθύτατη, και δεξιά κι αριστερά κρεμόντανε πλαγιές πυκνοδασωμένες (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ λαγκαδιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–