ρεκόρ


ρεκόρ
Προφορά

Ετυμολογία
ρεκόρ └αγγλ┘record

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ρεκόρ

✦ επίσημα αναγνωρισμένη επίδοση σε άθλημα ή διαγωνισμό που ξεπερνά κάθε προηγούμενη στο είδος της
(μτφ. ) επίτευγμα που ξεπερνά κάθε προηγούμενο: ρεκόρ προσέλευσης θεατών
✦ φρ. σε χρόνο ρεκόρ, πάρα πολύ γρήγορα, τάχιστα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.