ρεκλαμαδόρος


ρεκλαμαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
ρεκλαμαδόρος ρεκλάμα + └βενετ┘ κατάλ. -dore

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεκλαμαδόρος

✦ θηλ. ρεκλαμαδόρα που διαφημίζει τον εαυτό του, που επιδείχνει ιδ. ανύπαρκτα προσόντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.