ραστώνη
Προφορά
Ετυμολογία
ραστώνη αρχαία ελληνική ῥᾳστώνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ραστώνη
✦ τρυφηλότητα, μαλθακότητα
✦ ραθυμία, νωχέλεια: οι Συβαρίτες είχαν εκδιώξει από την πόλη τους τα εργαστήρια, για να μη διαταράσσει ο θόρυβος της εργασίας τη ραστώνη τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–