ρασοφόρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ρασοφόροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/ρασοφόρος.mp3Ετυμολογίαρασοφόρος αρσ. του επιθέτου ρασοφόρος Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο ρασοφόρος ✦ αυτός που φορεί ράσο, κληρικός ή μοναχός Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–