ρασοφόρος


ρασοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
ρασοφόρος αρσ. του επιθέτου ρασοφόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρασοφόρος

✦ αυτός που φορεί ράσο, κληρικός ή μοναχός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.