ραπτική
Προφορά
Ετυμολογία
ραπτική └θηλ┘ του επιθέτου ραπτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ραπτική
✦ η τέχνη της κατασκευής ενδυμάτων
✦ υψηλή ραπτική (μτφρ. του γαλλικά haute couture) η κατασκευή ενδυμάτων από τους γνωστούς σχεδιαστές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–