ραντιστήρι


ραντιστήρι
Προφορά

Ετυμολογία
ραντιστήρι ραντίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ραντιστήρι

✦ δοχείο με διάτρητο πώμα ή λεπτό σωλήνα εκροής για ράντισμα φυτών, λουλουδιών κτλ.

Συνώνυμα
ψεκαστήρα, ποτιστήρι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.