ραδιαισθησία
Προφορά
Ετυμολογία
ραδιαισθησία ραδιο- + αίσθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ραδιαισθησία
✦ η ικανότητα ορισμένων ατόμων να συλλαμβάνουν τις ακτινοβολίες που εκπέμπουν διάφορα σώματα: οι ραβδοσκόποι έχουν ανεπτυγμένη ραδιαισθησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–