ραγοειδής


ραγοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
ραγοειδής μεταγενέστερη ελληνική ῥαγοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ραγοειδής -ής, -ές

✦ αυτός που μοιάζει με ρώγα
✦ (ανατομ.) ραγοειδής χιτώνας, σύνολο οφθαλμικών ιστών που περιλαμβάνει την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.