ρίχνω


ρίχνω
Προφορά

Ετυμολογία
ρίχνω μεσαιωνική ελληνική ρίκτω

Ερμηνεία
ρίχνω

✦ κ. ρίχτω ρ. (έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος κ. ριχμένος· Κ ρίπτω) κάνω κάτι να πέσει, αφήνοντας ή σπρώχνοντάς το
✦ γκρεμίζω, αναποδογυρίζω
✦ εκσφενδονίζω με δύναμη
✦ πυροβολώ
✦ ραίνω, πασπαλίζω
✦ (σε ποικίλες φρ.): ρίχνω το παιδί, (για έγκυο) κάνω αποβολή ή έκτρωση – ρίχνω κάποιον, τον εξαπατώ ή τον αδικώ σε συναλλαγή ή διαπραγμάτευση – ρίχνω το βλέμμα, παρατηρώ – ρίχνω μια ματιά, εξετάζω κάτι βιαστικά – ρίχνω κάτω τα μάτια, χαμηλώνω το βλέμμα – ρίχνω ρίζες, ριζοβολώ – ρίχνω θεμέλιο, θεμελιώνω – ρίχνω τα χαρτιά, μαντεύομαι με την τράπουλα – ρίχνω λάδι στη φωτιά, υποδαυλίζω την οργή, το θυμό κάποιου – το ρίχνω έξω, ξεχνώ τις σκοτούρες μου διασκεδάζοντας – το ρίχνω στο, επιδίδομαι, αφοσιώνομαι σε κάτι – ρίχνω γνώμη – ιδέα κτλ. προτείνω, θέτω σε συζήτηση – μου τα ‘ριξε, εκδήλωσε ερωτικό ενδιαφέρον, ά. μου την έπεσε
✦ (απρόσ.) ρίχνει βροχή – χιόνι κτλ., βρέχει, χιονίζει κτλ.
✦ (μέσ.) ρίχνομαι, ορμώ, χιμώ
✦ επιτίθεμαι ερωτικά
✦ αφοσιώνομαι με ζήλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.