ρίμα
Προφορά
Ετυμολογία
ρίμα └ιταλ┘rima
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρίμα
✦ η ομοιοκαταληξία: με του ρυθμού τα μάγια και της ρίμας (Απ. Μελαχρινός)
✦ αυτοσχέδιο ομοιοκατάληκτο δίστιχο της λαϊκής ποίησης με επικαιρικό ή σατιρικό χαρακτήρα: οι ποιητάρηδες σκαρώνουν ρίμες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–