ρέμπελος
Προφορά
Ετυμολογία
ρέμπελος └βενετ┘ rebelo
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρέμπελος -η, -ο
✦ πολεμιστής που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, αντάρτης: οι Τούρκοι ταχτικοί και ρέμπελοι είχανε βγει από το κάστρο (Π.Πρεβελάκης)
✦ αργόσχολος, τεμπέλης
Συνώνυμα
σουρτούκης, χασομέρης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–