ρέμβη


ρέμβη
Προφορά

Ετυμολογία
ρέμβη αρχαία ελληνική ῥέμβη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρέμβη

✦ ονειροπόληση, ρεμβασμός: μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.