ρέμα
Προφορά
Ετυμολογία
ρέμα αρχαία ελληνική ῥεῦμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρέμα
✦ κοίτη χειμάρρου
✦ χείμαρρος: το χωριό στον κάμπο κάτου, με τις καθαρές του πηγές, τα ρέματά του (Αλ. Πάλλης)
✦ φρ. μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, υπάρχει αδιέξοδο
✦ λαγκαδιά: είχε χυθεί χρυσή καταχνιά πάνω στις ράχες τις δασωμένες, κι είχανε τραβηχτεί μεγάλοι ίσκιοι μεσ’ στα ρέματα (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–