ρέκτις


ρέκτις
Προφορά

Ετυμολογία
ρέκτις μεταγενέστερη ελληνική ῥέκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρέκτις

✦ θηλ. ρέκτις, -ιδος άνθρωπος δραστήριος, τολμηρός σε πρωτοβουλίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.