ράφτης


ράφτης
Προφορά

Ετυμολογία
ράφτης μεταγενέστερη ελληνική ῥάπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ράφτης

✦ θηλ. ράφτρα (Κ ράπτης, θηλ. ράπτρια) αυτός που ράβει ανδρικά κυρίως ρούχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.