ράφι
Προφορά
Ετυμολογία
ράφι └τουρκ┘raf
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ράφι
✦ σανίδα οριζόντια προσαρμοσμένη σε τοίχο, ντουλάπι ή βιβλιοθήκη, χρήσιμη για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων
✦ φρ. έμεινε ή μπήκε στο ράφι, έμεινε ανύπαντρη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–