ράσο
Προφορά
Ετυμολογία
ράσο μεσαιωνική ελληνική ράσον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ράσο
✦ το φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια μαύρο ένδυμα των κληρικών και μοναχών
✦ (συνεκδ.) το σύνολο των κληρικών και μοναχών
✦ φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, για μεγάλη ακαταστασία (παροιμ.) το ράσο δεν κάνει τον παπά, η εξωτερική εμφάνιση δεν μπορεί να καθορίσει την αξία και την ηθική κάποιου
✦ φρ. φορώ το ράσο, γίνομαι κληρικός ή μοναχός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–