πόρπη Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πόρπηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πόρπη.mp3Ετυμολογίαπόρπη αρχαία ελληνική πόρπη Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η πόρπη ✦ μεταλλικό ή κοκάλινο εξάρτημα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή ιμάντα, ή κουμπώνει φόρεμα, καρφίτσα, κόπιτσα, αγκράφα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–