πόρος
Προφορά
Ετυμολογία
πόρος αρχαία ελληνική πόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πόρος
✦ διαβατό μέρος ποταμού, πορθμού κτλ., πέραμα
✦ άνοιγμα από όπου μπορεί να περάσει κάτι, αγωγός
✦ μικρή δερματική κοιλότητα απ’ όπου περνούν υγρά, εκκρίσεις ή αέρας
✦ (ανατομ.) σχηματισμός με μορφή μικρού ανοίγματος ή κυλινδρικού σωλήνα από τον οποίο διέρχονται υγρά, εκκρίσεις, αέρας κτλ.: ακουστικός πόρος – δακρυϊκοί πόροι
✦ πληθ. πόροι, εισοδήματα, πρόσοδοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–