πόθος
Προφορά
Ετυμολογία
πόθος αρχαία ελληνική πόθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πόθος
✦ έντονη επιθυμία, λαχτάρα
✦ ερωτικό πάθος
✦ φρ. ευσεβείς πόθοι, κρυφές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες
✦ (βοτ.) είδος αναρριχώμενου καλλωπιστικού φυτού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απέχθεια
Επιρρήματα
–