πυρόπληκτος


πυρόπληκτος
Προφορά

Ετυμολογία
πυρόπληκτος πυρ, πυρός + πλήττω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυρόπληκτος -η, -ο

✦ που επλήγη, που έπαθε καταστροφή ή ζημιές από πυρκαγιά

Συνώνυμα
πυροπαθής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.