πυροφάνι
Προφορά
Ετυμολογία
πυροφάνι μεταγενέστερη ελληνική πυροφάνιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πυροφάνι
✦ σχάρα στην πλώρη αλιευτικού σκάφους, όπου καίγονται δαδιά ή τοποθετείται αναμμένο φανάρι για να προσελκύονται τα ψάρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–