πυροτέχνημα
Προφορά
Ετυμολογία
πυροτέχνημα πυρ + τέχνημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πυροτέχνημα
✦ κατασκεύασμα από εύφλεκτη ύλη, που, όταν ανάψει, σχηματίζει φωτεινά σχήματα
✦ (μτφ. ) λόγος εντυπωσιακός αλλά χωρίς βάθος: φρ. φραστικό πυροτέχνημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–