πυκνόμετρο


πυκνόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
πυκνόμετρο πυκνός + μέτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πυκνόμετρο

✦ όργανο για τη μέτρηση της πυκνότητας, διαφόρων υγρών, το γράδο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.