πυκνόμαλλος


πυκνόμαλλος
Προφορά

Ετυμολογία
πυκνόμαλλος πυκνός + μαλλί

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυκνόμαλλος -η, -ο

✦ αυτός που έχει πυκνές τρίχες, δασύτριχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.