πυκνοϋφασμένος


πυκνοϋφασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πυκνοϋφασμένος πυκνός + μτχ. υφασμένος

Ερμηνεία
πυκνοϋφασμένος

✦ -η, -ο ως επίθ. για ύφασμα, που έχει πυκνή ύφανση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.