πυκνοκατοικούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
πυκνοκατοικούμαι πυκνός + κατοικούμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πυκνοκατοικούμαι -είσαι, -είται
✦ (για γεωγραφικές περιοχές) έχω πολύ πληθυσμό σε σχέση με την έκτασή μου: η Αθήνα πυκνοκατοικείται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–