πυκνοδασωμένος


πυκνοδασωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πυκνοδασωμένος πυκνός + δασωμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυκνοδασωμένος -η, -ο

✦ για περιοχή, που έχει πολλά και πυκνά δάση: δεξιά κι αριστερά κρεμόντανε πλαγιές πυκνοδασωμένες, όλο μεγάλα δέντρα (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.