πυθμενικός
Προφορά
Ετυμολογία
πυθμενικός μεταγενέστερη ελληνική πυθμενικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πυθμενικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυθμένα: χωρίς η διαύγεια να χάσει τίποτε από την πυθμενική της μαγεία (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–