πυθμένας


πυθμένας
Προφορά

Ετυμολογία
πυθμένας αρχαία ελληνική πυθμήν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πυθμένας

✦ η κατώτατη εσωτερική επιφάνεια κάθε κοίλου πράγματος, πάτος
✦ (ειδ.) βυθός θάλασσας, λίμνης, ποταμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.