πυγολαμπίδα
Προφορά
Ετυμολογία
πυγολαμπίδα αρχαία ελληνική πυγολαμπίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πυγολαμπίδα
✦ έντομο κολεόπτερο που βγάζει από το σώμα του λάμψη κατά τη νύχτα, η κωλοφωτιά: μυριάδες πυγολαμπίδες χόρευαν το φωτεινό χορό των ερώτων τους, λες και τ’ άστρα τ’ ουρανού έπεσαν στη γη (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–