πυγμή


πυγμή
Προφορά

Ετυμολογία
πυγμή αρχαία ελληνική πυγμή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πυγμή

✦ γροθιά
(μτφ. ) δύναμη, επιβολή: φρ. άνθρωπος με πυγμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.