πρόστυχος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόστυχος αρχαία ελληνική προστυχής ή από την πρόθ. προς + τύχη
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρόστυχος -η, -ο
✦ χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής: το θεωρεί ανάρμοστο, άκοσμο, πρόστυχο να αρνηθείς την κληρονομιά των προγόνων (Γ. Θεοτοκάς) – πρόστυχη συμπεριφορά
✦ (για εμπορεύματα) ο κακής ποιότητας, ευτελής: είδα πίνακές του φτιαγμένους… πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πρόστυχα:του μίλησε πρόστυχα